παρακαμπτήριος

παρακαμπτήριος
-α, -ο
1. αυτός που χρησιμεύει για παράκαμψη
2. φρ. α) «παρακαμπτήρια γραμμή» — δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή, παράλληλη προς την κύρια, στους σταθμούς ή στις στάσεις, για να βοηθάει στη διασταύρωση ή στους ελιγμούς τών αμαξοστοιχιών
β) «παρακαμπτήριος δρόμος» — τμήμα δρόμου δίπλα στον κύριο δρόμο με αρχή και τέλος δύο σημεία του, όταν στο μεταξύ τών δύο αυτών σημείων τμήμα τού κύριου δρόμου η κυκλοφορία έχει αποκλειστεί για οποιονδήποτε λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάμπτω + επίθημα -τήριος (πρβλ. επισκεπ-τήριος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • A3 motorway (Cyprus) — Infobox European road marker name = A3 Motorway Larnaca International Airport Ayia Napa name notes = Αυτοκινητόδρομος Διεθνούς Αερολιμένα Λάρνακας Αγίας Νάπας eroad = length = length km = 55 length mi = plalength = beltway city = Larnaca (partly) …   Wikipedia

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”