- παρακαμπτήριος
- -α, -ο1. αυτός που χρησιμεύει για παράκαμψη2. φρ. α) «παρακαμπτήρια γραμμή» — δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή, παράλληλη προς την κύρια, στους σταθμούς ή στις στάσεις, για να βοηθάει στη διασταύρωση ή στους ελιγμούς τών αμαξοστοιχιώνβ) «παρακαμπτήριος δρόμος» — τμήμα δρόμου δίπλα στον κύριο δρόμο με αρχή και τέλος δύο σημεία του, όταν στο μεταξύ τών δύο αυτών σημείων τμήμα τού κύριου δρόμου η κυκλοφορία έχει αποκλειστεί για οποιονδήποτε λόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάμπτω + επίθημα -τήριος (πρβλ. επισκεπ-τήριος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.